οὕνεκεν

οὕνεκεν
οὕνεκεν (i. e. οὗ ἕνεκεν.)
a introducing indir. statement, c. ind. Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς, οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν (? causal) N. 9.36 [εἶπε δ' εὔβου- λος ἐν μέσοισι Θέμις οὕνεκεν πεπρωμένον ἧν (Donaldson: εἵνεκεν cod.) I. 8.32]
b causal conj., c. ind., because ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας: οὕνεκ codd., corr. Thiersch) I. 7.12
c (=

τοὔνεκα O. 1.65

) wherefore

οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω P. 9.93

οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν Pae. 6.127


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οὕνεκεν — οὕνεκα on account of which poetic indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούνεκα — οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α) (αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα) 1. γι αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.) 2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ ἕνεκά σφιν... ἄλγεα …   Dictionary of Greek

  • Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática …   Wikipedia Español

  • ДИАЛЕКТИКА — [греч. διαλεκτική (τέχνη) искусство беседы, от διαλέϒομαι спор], философский и богословский термин, обозначающий на различных этапах его существования: 1) искусство спора в диалоге; 2) установление противоположностей и связи между ними; 3) способ …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”